Slideshow

17 Νοεμβρίου 2011

Η χρεωκοπία του 1932 και η σημερινή πραγματικότητα - Μέρος 1ο

Του συγγραφέα Θάνου Κονδύλη (thanoskondylis.wordpress.com)


"Tα ιστορικά γεγονότα επαναλαμβάνονται αλλά σε άλλο χρόνο και με άλλους πρωταγωνιστές."

                              Θουκυδίδης

Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΤΩΧΕΥΣΗ

 α. Τα πρώτα σημάδια της παγκόσμιας κρίσης στην Ελλάδα
Το οικονομικό πρόγραμμα του Ελευθερίου Βενιζέλου είχε στόχο την οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας. Γι’ αυτό είχε δρομολογήσει έναν αριθμό από μεγάλα δημόσια έργα, η ολοκλήρωση των οποίων θα ωθούσε τη χώρα στην ευημερία και στην ανάπτυξη. Όλα αυτά θα μπορούσαν να γίνουν πραγματικότητα, αλλά κυρίως η διεθνής οικονομική συγκυρία δεν επέτρεψε την άμεση και έγκαιρη ολοκλήρωσή τους. Η κατάρρευση (κραχ) του αμερικανικού χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης το 1929, είχε αλυσιδωτές αντιδράσεις στις οικονομίες των κρατών της Ευρώπης και κυρίως σ’ αυτές των ασθενέστερων κρατών, όπως η Ελλάδα. Ήδη από το 1930, άρχισαν να φαίνονται τα πρώτα σημάδια της κρίσης και στην Ελλάδα. Οι εξαγωγές άρχισαν να μειώνονται, ενώ δύσκολα μπορούσαν να βρεθούν χρηματοδοτήσεις από το εξωτερικό, για τη χρηματοδότηση των δημοσίων έργων. …
Πράγματι, την ίδια εποχή ο Αλέξανδρος Διομήδης, διοικητής της Τ.τ.Ε. περιόδευε στο εξωτερικό, για να δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες για το δάνειο. Η διεθνής οικονομική κατάσταση ήταν δύσκολη, γιατί οι ευρωπαϊκές οικονομίες ήδη πλήττονταν από την κρίση που είχε ξεκινήσει από την Αμερική. Τελικά, υπήρξαν ευνοϊκές εξελίξεις και στις 19-3-1931, ο Διομήδης ανέφερε από το Λονδίνο την έγκριση της απόφασης για την παραχώρηση δανείου 4.600.000 λιρών στην Ελλάδα. …Η τιμή έκδοσης του δανείου ήταν 83,5% με επιτόκιο 6%. Έτσι, το πραγματικό κεφάλαιο ανερχόταν μόλις στα 3.800.000 λίρες, ενώ το επιτόκιο στο 7,18%. …
Αν και οι όροι δεν ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκοί, το δάνειο ήταν μια επιτυχία της Ελλάδας. Ένα μήνα πριν, στις 5 Φεβρουαρίου, η Ρουμανία είχε πάρει δάνειο 8.000.000 λιρών από τη Γαλλία στην τιμή του 76% και με επιτόκιο 7%. …Αυτή την εποχή η παγκόσμια οικονομική κρίση φαίνεται ότι δεν τρόμαζε πολύ τους Έλληνες υπευθύνους. Στις 27-3-1931, ο Υπουργός Οικονομικών, Μαρής, σε συζήτηση στη Βουλή για τον προϋπολογισμό του έτους 1931/1932, υποστήριξε ότι η Ελλάδα θα ξεπερνούσε την κρίση και μάλιστα έκανε λεκτική επίθεση εναντίον όσων προέβλεπαν το αντίθετο. Είχε, όμως, άδικο, όπως αποδείχτηκε μόλις λίγους μήνες αργότερα.
Οι συνέπειες της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης δεν είχαν φτάσει ακόμα στην Ελλάδα και το νόμισμα ακολουθούσε τη σταθεροποιητική του πορεία. Όμως, ήδη από τις 30 Ιουνίου 1931, ο διορισμένος από την Κ.Τ.Ε. Άγγλος σύμβουλος της Τράπεζας της Ελλάδας, Η. C. Finlayson, έγραψε στο Βενιζέλο προειδοποιώντας τον: «…εξακολουθεί να υφίσταται στην Ελλάδα σοβαρή έλλειψις οικονομικής ισσοροπίας και ότι, αν δε ληφθούν διορθωτικά μέτρα, είναι δυνατόν να δημιουργηθεί μια σοβαρή κατάστασις…» …
β. Το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα και η αντίδραση της κυβέρνησης Βενιζέλου
Η κατάρρευση του αμερικανικού χρηματιστηρίου στη Νέα Υόρκη το φθινόπωρο του 1929, είχε σοβαρές συνέπειες σε όλες τις ευρωπαϊκές οικονομίες. Αυτές έγιναν έντονες στην Ευρώπη το πρώτο εξάμηνο του 1931. Την άνοιξη του 1931, η κατάσταση είχε χειροτερέψει για τις οικονομίες των ευρωπαϊκών κρατών, τα περισσότερα από τα οποία αδυνατούσαν να εξοφλήσουν τα χρέη τους προς την Αμερική. Επίσης, υπήρχε πρόβλημα και στις διευρωπαϊκές πληρωμές δανείων, πράγμα που επιδείνωνε περισσότερο το οικονομικό κλίμα. Το μεγαλύτερο, όμως, πρόβλημα το παρουσίαζε η οικονομία της ηττημένης κατά τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο Γερμανίας, η οποία, εκτός των άλλων χρεών της οικονομίας της, είχε και τις μεγαλύτερες πολεμικές οφειλές προς τις νικήτριες δυνάμεις. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες στις 20 Ιουνίου 1931, ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, Χούβερ, πρότεινε την ετήσια αναστολή των πληρωμών των επανορθώσεων από τη Γερμανία προς τους Συμμάχους σε συνδυασμό με την ετήσια αναστολή της πληρωμής των πολεμικών χρεών των Συμμάχων προς την Αμερική.
Η Γερμανία είχε τόσο επηρεαστεί από την οικονομική κρίση, ώστε αδυνατούσε να συνεχίσει τις πληρωμές προς το εξωτερικό. Αν η γερμανική οικονομία κατέρρεε, θα έπαυε να υφίσταται για τα αμερικάνικα εξαγώγιμα προϊόντα και η γερμανική αγορά, αφού θα είχε πτωχεύσει. Άμεσο αποτέλεσμα θα ήταν να χαθούν τα αμερικανικά κεφάλαια, που είχαν επενδυθεί εκεί τα τελευταία χρόνια, πράγμα που θα επιδείνωνε περισσότερο την κατάσταση στην ίδια την Αμερική. Τελικά, οι σύμμαχοι συμφώνησαν στο “χρεοστάσιο Χούβερ”. Η σημαντικότερη επίπτωση για την Ελλάδα ήταν ότι έχανε -οριστικά όπως αποδείχτηκε αργότερα- αρκετά ποσά που της είχαν επιδικαστεί τα προηγούμενα χρόνια από τις γερμανικές επανορθώσεις, ποσά που θα χρησιμοποιούνταν στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας και στη χρηματοδότηση των δημοσίων έργων που είχε θέσει σε κίνηση ο Βενιζέλος.
Η κατάσταση στην Ευρώπη επιδεινώθηκε το δεύτερο εξάμηνο του 1931. Στις 14 και 15 Ιουλίου, η Γερμανία επέβαλε έλεγχο του συναλλάγματος κι έκλεισε τα χρηματιστηριακά ιδρύματα. Αυτή η κίνηση είχε αλυσιδωτές αντιδράσεις στο εξωτερικό. Η δέσμευση των αγγλικών χρημάτων επέφερε την ταχεία πτώση της τιμής της αγγλικής λίρας. Στην Αγγλία σχηματίστηκε εθνική κυβέρνηση στις 24 Αυγούστου και στις 21 Σεπτεμβρίου η λίρα Αγγλίας εγκατέλειψε τη χρυσή βάση (πράγμα που έκανε και η Αμερική πολύ αργότερα, στις 19-4-1933), δηλαδή έπαψε να μετατρέπεται σε χρυσό. Αυτό επέφερε την άμεση και κατά 30% υποτίμησή της μέσα σ’ ένα τρίμηνο. Μέχρι το τέλος του 1932, το ίδιο παράδειγμα ακολούθησαν ακόμα άλλες είκοσι τέσσερις χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα.
Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες το τελευταίο τετράμηνο του 1931, υπήρχαν δύο βασικές απόψεις για την τακτική που έπρεπε να ακολουθήσει η Κυβέρνηση Βενιζέλου για το νόμισμα: είτε να αποδεσμεύσει, επίσης, τη δραχμή από το χρυσό, είτε να αποδεσμεύσει τη δραχμή από τη λίρα Αγγλίας και να τη συνδέσει με νόμισμα που ακόμα μετατρεπόταν σε χρυσό. Ο Βενιζέλος πρόκρινε τη δεύτερη λύση, γιατί πίστευε ότι η νομισματική σταθερότητα ήταν απαραίτητη προκειμένου να διατηρήσει στο εξωτερικό την καλή φήμη της χώρας, ως προς την οικονομία της. Αν αποδέσμευε παντελώς το νόμισμα από το χρυσό, η απότομη υποτίμηση θα αλλοίωνε το οικονομικό προφίλ της χώρας και θα μειώνονταν οι ελπίδες για νέο δάνειο.
Έτσι ανακλήθηκε (ν. 5322/28-9-1931) η σύνδεση με την αγγλική λίρα και την ισοτιμία του 1928 (1 λίρα=375 δραχμές) και το νόμισμα συνδέθηκε με το δολάριο (1 δολάριο=77,05 δραχμές) που ακόμα διατηρούσε τη σχέση του με το χρυσό. Η αποσύνδεση της δραχμής από την αγγλική λίρα είχε άμεση συνέπεια την υποτίμηση της δραχμής σε σχέση με τη λίρα κατά 31,2%, ενώ η αύξηση των τιμών στην αγορά δεν ήταν πάνω από 6,8%. Επίσης, έκλεισε το χρηματιστήριο, ώστε να περιοριστεί η ζήτηση του χρυσού και του ξένου συναλλάγματος. Ο δείκτης μέσης διακύμανσης αξιών των μετοχών του Χρηματιστηρίου Αθηνών, ενώ ήταν στις 82,83 μονάδες το Σεπτέμβριο του 1929, τον αντίστοιχο μήνα το 1931 είχε πέσει στις 45,08 μονάδες, έχοντας απωλέσει το 46% της αξίας του. Αλλά αυτά τα μέτρα δεν μπορούσαν να σώσουν την ελληνική οικονομία….Την ίδια στιγμή η γενική κατάσταση των Τραπεζών και των διαθεσίμων τους επιδεινώθηκε. …Τα μεγαλύτερα προβλήματα τα αντιμετώπιζε η Τ.τ.Ε. καθώς η διαμάχη της με τις εμπορικές τράπεζες, έσπρωχνε τις δεύτερες να οδηγούν το συνάλλαγμα στο εξωτερικό προφασιζόμενες ότι αγόραζαν τα ελληνικά χρεόγραφα. Επίσης, στο εσωτερικό η μείωση του καλύμματος των χαρτονομισμάτων που διαχειριζόταν αποκλειστικά η Τ.τ.Ε. γρήγορα θα έφτανε στο όριο του 40%, που η ίδια είχε θέσει το 1927. Έτσι, για ν’ αποφύγει οποιεσδήποτε επιπλοκές, η Τ.τ.Ε. στα τέλη του Σεπτεμβρίου του 1931, μετέτρεψε τις καταθέσεις όψεως σε καταθέσεις προθεσμίας.
Παρά ταύτα, το συνάλλαγμα διέφευγε στο εξωτερικό και το όριο του αποθεματικού της μειωνόταν γρήγορα. Το Δεκέμβριο του 1928, ήταν στα 11,3 εκατομμύρια αγγλικές λίρες, και στα 5,1 εκατομμύρια το Δεκέμβριο του 1931 (και τον Απρίλιο του 1932 στα 2,3 εκατομμύρια). … Στις 5 Δεκεμβρίου, ο Δημήτριος Μάξιμος, τέως διοικητής της Εθνικής Τράπεζας και οικονομικός Σύμβουλος του αντιβενιζελικού Λαϊκού Κόμματος, έγραψε άρθρο στις εφημερίδες “Πρωία” και “Καθημερινή” και υποστήριζε την αναστολή όλων των πληρωμών της χώρας σε συνάλλαγμα. Αυτό ισοδυναμούσε με παραδοχή χρεοκοπίας της Ελλάδας. Επίσης, πρότεινε τη συγχώνευση της Τράπεζας της Ελλάδας με την Εθνική Τράπεζα, πράγμα που προκάλεσε θόρυβο όχι μόνο στους εγχώριους οικονομικούς κύκλους, αλλά και στο εξωτερικό. Σε απάντηση η Κυβέρνηση δήλωσε ότι δε σκόπευε να κάνει κάτι τέτοιο, καθώς ανέμενε ότι θα βοηθούνταν οικονομικά με νέο δάνειο από την Ευρώπη.
Στις 10 Δεκεμβρίου 1931, τα άσχημα νέα συνέχισαν να έρχονται από την Ευρώπη. Ο Έλληνας πρέσβης από το Λονδίνο, Κακλαμάνος, ανέφερε ότι η τιμή των ελληνικών ομολογιών είχε πέσει κατακόρυφα και ότι η φήμη για ενδεχόμενη χρεοκοπία της Ελλάδας ήταν έντονη. Τον ίδιο μήνα, ο Διοικητής της Τ.τ.Ε., Τσουδερός, επισκέφτηκε το Παρίσι και το Λονδίνο προκειμένου να εξασφαλίσει ένα δάνειο για την Ελλάδα, αλλά δεν τα κατάφερε.
γ. Η οικονομική κατάσταση της Ελλάδας στα τέλη του 1931
Το γεγονός ότι η Λίρα Αγγλίας εγκατέλειψε τη χρυσή βάση είχε την αρνητική συνέπεια για την Ελλάδα να χαμηλώσει το κάλυμμα της Τ.τ.Ε. Απ’ την άλλη στα θετικά καταγράφεται ότι μειώθηκε και το δημόσιο χρέος της Ελλάδας, αφού αυτό οφειλόταν κυρίως σε λίρες Αγγλίας. Πέρα από αυτά, ο γενικός δείκτης της οικονομικής δραστηριότητας (με βάση το 1928=100) έπεσε στο 95,3. Σε σχέση με το 1930, οι ελληνικές εξαγωγές μειώθηκαν 23,2% σε ποσότητα και 30% σε αξία. Ως προς τις εξαγωγές των γεωργικών προϊόντων τα οποία αποτελούσαν και τη συντριπτική πλειοψηφία των ελληνικών εξαγωγών, οι τιμές τους έπεσαν κατακόρυφα, ενώ ο δείκτης τιμών εξαγωγικών προϊόντων μειώθηκε από το 100 (κατά το 1928) στο 83,4 το 1931.
Το κράτος με τη σειρά του, για ν’ αυξήσει τα έσοδά του, αλλά και για να εμποδίσει τις εισαγωγές και άρα την εκροή συναλλάγματος στο εξωτερικό, αύξησε τους εισαγωγικούς δασμούς. Έτσι, τα έσοδα του κράτους από τους εισαγωγικούς δασμούς αυξήθηκαν από τα 3,6 δισεκατομμύρια δραχμές του 1928 (28,8 % επί της αξίας των εισαγωγών), στα 4 δισεκατομμύρια δραχμές το 1931 (46,3% επί της αξίας των εισαγωγών, οι οποίες μάλιστα μειώθηκαν σε σχέση με το 1928 κατά 30%). Το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου από 6,1 δισεκατομμύρια δραχμές (1928), περιορίσθηκε στα 4,5 δισεκατομμύρια (1931), λόγω των συναλλαγματικών ελέγχων και της μείωσης των διεθνών τιμών. Παράλληλα, όμως, μειώθηκε και η αναλογία των εξαγωγών ως προς τις εισαγωγές στο 47,95% (1931) από 50,98% (1928).…
Ο δείκτης της αξίας της γεωργικής παραγωγής (με βάση το 1928=100) έπεσε στο 67,6 το 1931 και ο όγκος της γεωργικής παραγωγής στο 86,7. Ο γενικός δείκτης χονδρικών τιμών (με βάση το 1928=100), ήταν στο 86 το 1931. Αναλυτικότερα, για τα γεωργικά προϊόντα έπεσε στο 78, για τα ζωικά στο 98, για τα βιομηχανικά στο 86, για τα εγχώρια γενικά στο 85 και για τα ξένα προϊόντα γενικά στο 86.
Κρίση εκδηλωνόταν και στις επιχειρήσεις. Ήδη από το 1928, οι πτωχεύσεις παρουσίαζαν αύξηση. Μεταξύ του 1928 και 1929, αυξήθηκαν 150%, ενώ μεταξύ 1929 και 1930 κατά 90% (συνολικά 893 πτωχεύσεις μόνο γι’ αυτή τη χρονιά). Συνολικά την περίοδο 1927-1929, πτώχευσαν 779 εταιρείες από τις οποίες οι 20 ήταν βιομηχανίες. Την περίοδο 1929-1932, πτώχευσαν 1.937 εταιρείες από τις οποίες οι 501 ήταν βιομηχανίες. Είναι φανερό δηλαδή ότι η οικονομική κρίση από το 1930 και μετά είχε χτυπήσει πολύ τη βιομηχανία. …
Σε σχέση με το 1928, ο γενικός τιμάριθμος κόστους ζωής παρουσίασε το 1931 πτώση 8,68%, της διατροφής 17%, της ενδυμασίας 0,14% και των διαφόρων προϊόντων 3,49%. Αντίθετα, αύξηση σημείωσαν ο τιμάριθμος κατοικίας κατά 21% και αυτός του φωτισμού/θέρμανσης κατά 4%. Το μέσο ονομαστικό ανδρικό ημερομίσθιο του εργάτη στην περιοχή Αθήνας-Πειραιά παρουσίασε πραγματική πτώση 10%. Η ανεργία χτύπησε τη βιομηχανία. … Έτσι, γενικά η ανεργία υπερδιπλασιάστηκε και από 75.000 άτομα το 1928 ανήλθε το 1931 στα 165.000 άτομα (και το 1932 στα 218.000 άτομα).
Τέλος, η οικονομική δραστηριότητα άρχισε να μειώνεται. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1927 παρουσίασε αύξηση 5,79%, το 1928 αύξηση 1,42%, το 1929 αύξηση 3,5%. Αντίθετα, μειώθηκε το 1930 κατά 3,48% και το 1931 κατά 4,6% (και το 1932 κατά 3,98%). Το 1931, το εθνικό εισόδημα μειώθηκε σε σχέση με το 1928 κατά 14,6%, ενώ το ισοζύγιο πληρωμών μειώθηκε ελαφρά λόγω των δασμών που επέβαλλε το κράτος, αλλά και της αποσύνδεσης της λίρας Αγγλίας από τη χρυσή βάση. Έτσι, από 8,9 εκατομμύρια λίρες Αγγλίας το 1928, έπεσε στα 7 εκατομμύρια το 1931.
Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες ο Βενιζέλος πιεζόταν να προχωρήσει στην υποτίμηση του νομίσματος, διαφορετικά γρήγορα θ’ αναγκαζόταν να διακόψει τις πληρωμές των χρεών προς το εξωτερικό, πράγμα που θα σήμαινε χρεοκοπία για την Ελλάδα. Αυτός, όμως, πίστευε ότι δεν είχαν χαθεί τα πάντα. Έλπιζε ότι θα μπορούσε να στηριχθεί σ’ ένα ακόμα δάνειο, για να συνεχίσει τα αναπτυξιακά έργα κι έτσι θα πετύχαινε την οικονομική ανάκαμψη. Γι’ αυτό ήταν αναγκαίο να διαφυλάξει τη νομισματική σταθερότητα και την ελληνική πίστη στο εξωτερικό σε υψηλά επίπεδα, πράγμα που θα διευκόλυνε το δανεισμό. Μ’ αυτό το σχέδιο στις αρχές του 1932, ξεκίνησε τις ενέργειες για την επίτευξη του νέου δανείου από το εξωτερικό.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου